μαξ_ριχτερ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Μαξ Ρίχτερ: “Είχα πάντα μουσική στο κεφάλι μου, ακόμη και ως μικρό παιδάκι”

20/06/2022

Πρέπει να υπάρχουν ελάχιστοι συνθέτες κλασικής μουσικής στον κόσμο που να ισχυρίζονται ότι η ζωή τους άλλαξε την πρώτη φορά που άκουσαν, σε ηλικία 13 ετών, τους Γερμανούς Kraftwerk σε μια τηλεοπτική εκπομπή με θέμα το περιβάλλον και τη φύση στο BBC. Και πρέπει οι ήχοι των Kraftwerk να έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση στον μικρό Μαξ, που έγραψε ένα γράμμα στο BBC για να ρωτήσει ποια είναι η μουσική που θα του άλλαζε τη ζωή. Είχαν προηγηθεί φυσικά το πιάνο και το ωδείο, ο Μπετόβεν και ο Μπαχ, και λίγο αργότερα οι Beatles, οι ψυχεδελικοί Pink Floyd, η Τζόνι Μίτσελ και ο Μπόουι, και μετά, στην εφηβεία, οι Sex Pistols και το «Anarchy in the UK». Όλα αυτά έγιναν ένα και τον συνοδεύουν στις μουσικές του αναζητήσεις, αφού ακόμη και σήμερα η μουσική του είναι ένα χαρμάνι που δεν μπορεί κανείς να το περιγράψει εύκολα, της κλασικής και της σύγχρονης, της ηλεκτρικής και της ακουστικής, των φυσικών και των ηλεκτρονικών οργάνων.

Ο Μαξ Ρίχτερ δεν είναι συνθέτης, είναι εφευρέτης, αφού τη μουσική του, όταν ξεκίνησε, το 2002, δεν την περίμενε κανείς. Είναι ένας πρωτοπόρος της σιωπηλής μουσικής επανάστασης, όπως αποκαλώ πολλές φορές αυτήν τη γενιά μουσικών που, ξεκινώντας στις αρχές της χιλιετίας, πάντρεψε τα φυσικά με τα ηλεκτρονικά όργανα και τον ήχο του παρελθόντος με τον ήχο του μέλλοντος. Οι ηχογραφήσεις, τα έργα του Μαξ Ρίχτερ, οι ιδέες και οι έννοιες που διαπραγματεύεται κάθε φορά μοιάζουν να είναι μεγαλύτερα από το απλό άθροισμα των μερών τους, από τις μελωδίες δηλαδή, την ενορχήστρωση, τους τίτλους και την αφήγηση. Ίσως γιατί πίσω από κάθε του ηχογράφηση υπάρχει το όραμα ενός καλλιτέχνη τόσο για τη μουσική όσο και για την κοινωνία και την πολιτική, που το έχει ορίσει ο ίδιος μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες του και τα βιώματά του. «Ο ρόλος της τέχνης και της μουσικής είναι να δρουν ως καταλύτες της κοινωνικής και της πολιτικής αλλαγής» έχει πει πάρα πολλές φορές, είτε μιλώντας για τον πόλεμο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, είτε αναφερόμενος στο Brexit και τον Ντόναλντ Τραμπ, είτε για την κλιματική αλλαγή, τα fake news και τις μετα-ειδήσεις, είτε πρόκειται για το βαθύτατα διαιρεμένο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο που ζούμε τα τελευταία χρόνια.

Με δεδομένο ότι μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του συνθέτη κλασικής μουσικής που έχει τα περισσότερα streaming στον κόσμο, πιθανότατα κάποια στιγμή, κάπου, έχετε ακούσει κάποιο από τα έργα του. Το πιο διάσημο έργο του παραμένει βέβαια το «Vivaldi Recomposed» (που έπαιξε και στη Θεσσαλονίκη το 2018 στο φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής Reworks), το οποίο έχει περιγράψει ο ίδιος σαν ένα πείραμα, όπως το να βάζεις μόρια μέσα σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα μαζί με κάποια άλλα πράγματα και να περιμένεις όλο αυτό να εκραγεί. Ο λόγος βέβαια για το διασημότερο έργο κλασικής μουσικής, τις «Τέσσερις εποχές» του Βιβάλντι, το οποίο μάλιστα παρουσίασε για πρώτη φορά ζωντανά στον ναό της techno μουσικής στο Βερολίνο, στο Berghain, μαζί με την Konzerthaus Kammerorchester.

Αλλά πολύ διάσημα έργα του είναι το «The blue notebooks», που θα παρουσιάσει στην Αθήνα στο Ηρώδειο, μαζί με το «Infra» του 2010, το οκτάωρο έπος με τίτλο «Sleep» του 2015, το «Voices» του 2020. Έχει γράψει τη μουσική για πάνω από 50 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, μεταξύ άλλων για τις Valse with Bashir, My brilliant friend, Taboo, Mary, queen of Scots, Black Mirror, The Leftovers.

Η 29η Ιουνίου στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου θα είναι μια ξεχωριστή και μαγική βραδιά, αφού θα έχουμε τη χαρά να αντικρίσουμε και να συνομιλήσουμε με έναν αληθινό καλλιτέχνη.

―Σε είδα τις προάλλες στο Instagram καθισμένο μπροστά σ’ ένα Hammond organ, να εκφράζεις τον θαυμασμό σου προς το μουσικό όργανο. Τι είναι αυτό που οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουμε στο δέσιμο μεταξύ ενός μουσικού και του οργάνου του;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση, μοιάζει με γρίφο. Από τη μία, ξέρω πώς λειτουργεί ένα εκκλησιαστικό όργανο, δημιουργώντας συχνότητες κ.λπ., ξέρω πώς λειτουργεί ένα πιάνο, με το σφυράκι που χτυπά τις χορδές και δονούνται. Κάποια όργανα, όμως, έχουν ξεχωριστή προσωπικότητα, δικό τους χαρακτήρα, μια ιδιαίτερη ποιότητα που δεν μπορείς ακριβώς να περιγράψεις. Είναι μια αίσθηση, και αυτό πλησιάζει στην καρδιά της μουσικής. Έχει να κάνει με τα συναισθήματα. Παίζοντας αυτό το όργανο που είδες στην ανάρτηση στο Instagram, ένιωθα πως ό,τι έπαιζα ακουγόταν καταπληκτικό!

―Φαινόσουν πολύ χαρούμενος! Ένας φίλος μου Αμερικανοαρμένιος ουτίστας μου έχει πει ότι κάθε φορά που έπιανε μουσικό όργανο έδενε τα μάτια του, γιατί διαφορετικά τον επηρέαζε η εμφάνισή του. Προτιμούσε να παίζει στα τυφλά το εκάστοτε όργανο και να το αισθάνεται, για να διαλέξει το σωστό χωρίς να τον νοιάζει αν είναι όμορφο. Έχεις κάνει ποτέ αυτό το τεστ σε κάποιο όργανο;

Παλιότερα έκανα εξάσκηση με κλειστά μάτια, γιατί αυτό σου δίνει τη σωματική αίσθηση, τη φυσική πλευρά του ήχου. Έχει μεγάλη διαφορά, αλλά είναι παράξενο: ξέρεις αμέσως αν ένα όργανο σού ταιριάζει ή όχι. Παίζεις μερικές νότες, ένα-δυο ακόρντα, και αμέσως ξέρεις αν είναι ναι ή όχι – είναι ενστικτώδης η αντίδραση. Με κάποια όργανα ξεκινάς να παίζεις και νιώθεις πως δεν σου ταιριάζουν, ενώ με άλλα δεν θέλεις να σταματήσεις ποτέ!

―Eίσαι και συλλέκτης, εκτός από μουσικός; Έχεις ένα δωμάτιο γεμάτο μουσικά όργανα;

Έχω ένα δωμάτιο με ένα αγαπημένο πιάνο που έχω 12 χρόνια, και ένα δωμάτιο ηχογράφησης με ένα μεγάλο συναυλιακό πιάνο που γράφει καταπληκτικά, αλλά το έχω έναν χρόνο περίπου, οπότε ακόμα γνωριζόμαστε.

 ―Πόσο σου παίρνει συνήθως αυτή η γνωριμία;

Κατά κάποιον τρόπο, το πρόβλημά μου με το καινούριο πιάνο -το οποίο είναι ένα καταπληκτικό Steinway- είναι πως εκείνο είναι καλύτερο από εμένα! Το θέμα είναι πως πια δεν εξασκούμαι όσο παλιότερα: στα 20 μου έβγαζα το ψωμί μου ως πιανίστας, ενώ τώρα είμαι πολύ απασχολημένος με άλλα πράγματα. Τα τελευταία χρόνια, που κυρίως συνθέτω και δεν ασχολούμαι τόσο με το πιάνο, νιώθω πως το ίδιο το όργανο με έχει ξεπεράσει.

―Πότε ήταν η πρώτη φορά που σε θυμάσαι να παίζεις πιάνο; Πόσων ετών ήσουν όταν ένιωσες για πρώτη φορά να σε τραβά η μουσική, οι νότες, η αρμονία; 

Είχα πάντα μουσική στο κεφάλι μου, ακόμη και ως μικρό παιδάκι. Ακόμα και όσο ήμαστε ακόμα στη Γερμανία, από την οποία φύγαμε όταν ήμουν τριών. Τότε δεν είχαμε πιάνο, αλλά είχαν οι γείτονές μας. Καμιά φορά, με άφηναν να πηγαίνω να παίζω, να χαζολογώ δηλαδή με τα πλήκτρα. Αυτή η εμπειρία ήταν τρομερή· ο τόνος, ο ήχος που μπορούσα να φτιάξω με το πιάνο ήταν πολύ για εμένα σε εκείνη την ηλικία, με επηρέαζε τρομερά. Μαθήματα πιάνου ξεκίνησα αργότερα, με τον παραδοσιακό τρόπο, όταν ζούσαμε πλέον στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά μετρώ σαν πρώτη εμπειρία το πιάνο των γειτόνων μας, που ήταν σχεδόν υπερβολική για μένα.

―Όταν ξεκίνησες να ηχογραφείς τη δική σου μουσική στην αρχή της χιλιετίας, είχες πει κάτι πολύ αληθινό που με είχε κάνει να σκεφτώ έναν -πιθανόν πολύ αγαπημένο σου- ποιητή. Είχες πει πως ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος γι’ αυτήν τη γλώσσα. Μου θύμισε τον Τ. Σ. Έλιοτ και το «for last year’s words belong to last year’s language / and next year’s words await another voice». 

Ναι, τον λατρεύω τον Έλιοτ! Από την εφηβεία μου ήμουν παθιασμένος με τη γραφή των πρώτων μοντερνιστών. Έλιοτ, Πάουντ, Βιρτζίνια Γουλφ, Καβάφης, όλοι αυτοί. Μου άρεσε πολύ η αίσθηση της περιπέτειας, των πειραμάτων και των δυνατοτήτων στη λογοτεχνία εκείνης της περιόδου. Ήταν σαν να εφεύρισκαν έναν καινούριο κόσμο.

―Μουσικά, εσύ έκανες κάτι αντίστοιχο. Πώς ένιωσες τότε, όταν κατάλαβες πως ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος για τη γλώσσα σου; 

Όταν κάνεις το πρώτο σου πραγματικό έργο και το εκθέτεις στον κόσμο, ένα κομμάτι σου κάπως περιμένει ότι θα σε προσέξουν και η ζωή σου θα αλλάξει. Και όταν αυτό δεν συνέβη, αρχικά ένιωσα απογοήτευση και έκπληξη, αλλά μετά ακολούθησε η απελευθέρωση. Αν κανείς δεν ακούει, μπορώ να συνεχίσω να κάνω ό,τι θέλω – δεν θα το ακούσει κανείς ποτέ! Κι έτσι συνέχισα.

―Φαίνεται πως ο κόσμος άργησε λίγο αλλά ακολούθησε. Έχουν κατά κάποιον τρόπο οι καλλιτέχνες πιο ευαίσθητες κεραίες και αντιλαμβάνονται διεργασίες που συμβαίνουν στην κοινωνία υπόγεια πιο πριν από τους υπόλοιπους ανθρώπους – όχι τα προφανή συμβάντα, αλλά αυτά που υποβόσκουν και πλησιάζουν; Νομίζω πως κάποιοι καλλιτέχνες, όπως εσύ, κατάλαβαν πως μια καινούργια μουσική, απαραίτητη για την ισορροπία και την επικοινωνία, ήταν καθ’ οδόν, πως η νεοκλασική (post classical / neoclassical, diyclassical) μουσική θα γινόταν αργότερα παγκόσμια γλώσσα· πιο επιτυχημένη, πιο mainstream. Πως στον τόσο ηχηρό κόσμο μας θα χρειαζόμασταν τον χώρο ενδοσκόπησης που προσφέρει αυτή η μουσική. 

Νομίζω πως η δημιουργική δουλειά βασίζεται εν μέρει σε τεχνική, γνώση, κατάρτιση και ιδέες, αλλά κατά έναν τρόπο αυτές είναι λιγότερο σημαντικές από τη διαισθητική πλευρά της δημιουργίας. Τα εργαλεία είναι εργαλεία, αλλά αν δεν έχεις κάτι να πεις, δεν κάνουν κάτι από μόνα τους. Και νομίζω πως αυτά που έχουμε να πούμε είναι τα πράγματα που πιάνουμε στην ατμόσφαιρα γύρω μας. Ένα μεγάλο μέρος της δημιουργικότητας είναι περιέργεια, διαίσθηση και παρατήρηση. Στη δική μου περίπτωση, αυτό που με κάνει να θέλω να γράψω ένα κομμάτι είναι αυτά που βλέπω να συμβαίνουν γύρω μου στον κόσμο. Νομίζω πως πολλοί καλλιτέχνες έχουν συνεχώς αναμμένο ένα ραντάρ. Η μουσική που δημιουργώ είναι το μισό αυτής της επικοινωνίας, του διαλόγου με το κοινό και τον ακροατή. Το άλλο μισό συμπληρώνεται από τον ίδιο τον ακροατή, ανάλογα με τις δικές του εμπειρίες και αυτό είναι που περιμένω ιδιαίτερα στις ζωντανές εμφανίσεις.

―Υπάρχουν διαφορετικά είδη πειθαρχίας που ακολουθείς, αναλόγως με το αν γράφεις μουσική για ταινία, μπαλέτο, ή για τις δικές σου δουλειές; 

Ναι, είναι διαφορετικό. Στις δικές μου δουλειές κάνω ακριβώς αυτό που θέλω. Σε ένα μπαλέτο υπάρχει συνεργασία, ένας διάλογος που μπορεί να πει μια ιστορία. Στον κινηματογράφο είναι ακόμα πιο συνεργατικό· η μουσική είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι μιας ταινίας: είναι και η ιστορία, τα αντικείμενα, οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες, το μοντάζ… Επομένως υπάρχει χάσμα μεταξύ αυτών των τύπων γραψίματος, και βασικά μου αρέσουν όλοι! Είναι διαφορετικοί αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Όταν δουλεύεις στον κινηματογράφο, πρέπει να είσαι πολύ συγκεκριμένος, και αυτό σε βοηθάει να πετύχεις τη συγκέντρωση που απαιτείται για να γράψεις άλλου είδους μουσική.

―O Βαγγέλης Παπαθανασίου, που πέθανε πρόσφατα, είχε πει κάποτε πως οι ταινίες σήμερα «πληθωρίζονται» από μουσική. Η δική σου προσέγγιση είναι πιο μετρημένη. 

Ναι, το διάβασα για την απώλεια του Vangelis πριν από λίγο καιρό. Σημαντική απώλεια στον χώρο της μουσικής. Από την πλευρά μου προσπαθώ να πετύχω το μέγιστο με το ελάχιστο. Συμφωνώ όμως με το ότι καμιά φορά οι σκηνοθέτες βασίζονται πολύ στη μουσική, και σε μεγάλες παραγωγές το score ακούγεται συνεχώς. Είναι σαν να πρέπει όλοι να το σκέφτονται συνεχώς, και μου φαίνεται λίγο… μη δημιουργικό. Προσπαθώ να είμαι πολύ προσεκτικός με το πώς η μουσική αλληλεπιδρά με τα άλλα στοιχεία της ταινίας.

―Πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι να δημιουργείς μουσικά θέματα 60, 70 δευτερολέπτων; Eίναι πρόκληση για σένα ως συνθέτη να μεταδίδεις τα συναισθήματα που θέλεις μέσα σε ένα λεπτό; 

Είναι πρόκληση, και γι’ αυτό είναι ενδιαφέρον για έναν συνθέτη να δουλεύει στον κινηματογράφο – είναι σαν να πηγαίνει στο γυμναστήριο! Πρέπει η τεχνική σου να είσαι σε φόρμα για να τα καταφέρεις. Το απολαμβάνω πολύ!

 

―Μερικές φορές, όταν ακούω έναν καινούριο δίσκο σου, προσπαθώ να φανταστώ πόσο σου πήρε η συνολική δουλειά. Νομίζω πως είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από τους στίχους, την αφήγηση και τη μελωδία. Τι σε κάνει να είσαι έτοιμος να δημιουργήσεις τόσο μεγάλα κόνσεπτ;

Ο κόσμος που ζούμε είναι γεμάτος επείγουσες ερωτήσεις και δύσκολες καταστάσεις. Η πανδημία, η κατάσταση στην Ουκρανία, στη Συρία, στο Αφγανιστάν – η λίστα είναι ατέλειωτη. Ως είδος, έχουμε πολλά να σκεφτούμε επειγόντως. Από τη δική μου πλευρά, η δημιουργική διαδικασία είναι ένας τρόπος να αναλογιστούμε τον κόσμο που έχουμε φτιάξει και να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο. Το «Voices» είχε να κάνει με την πολιτική του Τραμπ, που ήταν μια περίοδος απελπισίας και ένιωθα πως οπισθοχωρούμε, είχαμε το Brexit… Λες και όλη η πρόοδος που είχαμε κάνει να άρχισε να γυρνάει προς τα πίσω, και αυτό ήταν πολύ τρομακτικό. Τι μπορούσα να κάνω για να συνεισφέρω σε αυτή την κατάσταση; Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι ένα καταπληκτικό έγγραφο που ουσιαστικά έχει όλες τις απαντήσεις. Κι έτσι ήρθε η ιδέα για το επόμενο πρότζεκτ, το «All Human Beings»· απλά εμφανίστηκε, και άρχισα να τη δουλεύω.

―Ξέρουμε πως στο μεγαλύτερο μέρος της η Οικουμενική Διακήρυξη γράφτηκε από την Έλινορ Ρούσβελτ, η οποία ήταν μια φανταστική γυναίκα, σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο να είσαι γυναίκα.  

To κομμάτι είναι κατά κάποιον τρόπο φόρος τιμής στη Ρούσβελτ· ουσιαστικά, σφυρηλάτησε ένα σύνολο δικηγόρων, συγγραφέων, φιλοσόφων… Τι εντυπωσιακό άτομο πρέπει να ήταν! Και όπως είπες, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Γι’ αυτό έβαλα τη δική της ανάγνωση της Διακήρυξης στην αρχή του κομματιού, γιατί πίστευα πως έπρεπε να είναι παρούσα – αφού ήταν ο καταλύτης σε όλο αυτό που συνέβη, το οποίο άλλαξε τον κόσμο.

 ―Όταν ακούω το «Sleep», ποτέ δεν καταφέρνω να φτάσω μέχρι το τέταρτο κομμάτι… με παίρνει ο ύπνος! 

Χαίρομαι που το ακούω αυτό! (γέλια)

―Ήταν αυτός ο σκοπός σου; Ήθελες να φωτίσεις ένα από τα προβλήματα της κοινωνίας μας, την έλλειψη ύπνου; 

Το πρότζεκτ ξεκίνησε το 2013-2014, τότε που το mobile internet πραγματικά μεταφέρθηκε στις τσέπες μας. Ξαφνικά είχαμε όλα τα social media στις τσέπες μας 24/7. Κάποιοι άνθρωποι το βρήκαν τέλειο, από την άλλη σε εμένα φαινόταν πως κάπως χανόταν η αυτονομία της ψυχολογίας μας. Ήταν πολύ δύσκολο, και ήθελα να φτιάξω κάτι που θα λειτουργούσε ως φράγμα σε αυτό – ένα μεγάλο έργο που θα σε συντροφεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας, για να μην πρέπει να ασχοληθείς με το διαδίκτυο. Η στάση μου προς όλο αυτό διαμορφώθηκε από μια συζήτηση που είχα με τη σύντροφό μου, Julia. Όταν έπαιζα σε κάποιο άλλο σημείο του κόσμου, και η διαφορά ώρας ήταν τρελή, εκείνη άκουγε το streaming μισοκοιμισμένη. Αυτή είναι μια πολύ ανοιχτή και συναισθηματική κατάσταση να ακούει κανείς μουσική· είναι σαν να φτάνει βαθιά μέσα σου σε αυτήν τη φάση που σε παίρνει ο ύπνος. Σκεφτήκαμε πως θα ήταν ενδιαφέρον να πειραματιστώ με αυτό· να προσπαθήσω να γράψω κάτι που θα υποστηρίζει το ταξίδι του ύπνου.

―Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και έχει προξενήσει μεγάλη συζήτηση – ιδιαίτερα στις πόλεις που ήταν αρκετά τυχερές για να ακούσουν το πρότζεκτ ζωντανά. Ξέρω πως πιστεύεις ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει πολύ ενεργό ρόλο στην κοινωνία μέσω του έργου του, και πως πρέπει να μιλά για τα θέματα που τον ενδιαφέρουν. Έχεις πει επίσης πως δεν πρέπει να υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο τι είναι ένας καλλιτέχνης και στο τι αφήνει πίσω του. Θα ήθελες να μας το εξηγήσεις λιγάκι; Καμιά φορά αγαπώ την τέχνη αλλά όχι τον καλλιτέχνη, όταν τον γνωρίζω. 

Η δημιουργική δουλειά σου αντικατοπτρίζει το ποιος είσαι, τις αξίες σου… Προέρχεται από τη βιογραφία και την κουλτούρα σου. Νομίζω πως όσο περισσότερο μπορούν να συνδέονται αυτά τα πράγματα μεταξύ τους τόσο το καλύτερο· η καθημερινότητά σου και ο τρόπος που ζεις τη ζωή σου, αλλά και η δουλειά σου. Σημαίνει πως το σύνολο της ουσίας σου κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Η δημιουργικότητα και η μουσική έχουν μια ανυψωτική ποιότητα που βιώνω και ως ακροατής. Σήμερα το πρωί, αφού άφησα τα παιδιά μου στο σχολείο με το αμάξι, άνοιξα το ραδιόφωνο και έπαιζε το τελευταίο λεπτό της 7ης Συμφωνίας του Μπετόβεν. To πρωινό μου έγινε αμέσως καλύτερο!

―Τι θα γινόταν όμως αν γνώριζες τον Μπετόβεν και τελικά δεν ήταν τόσο ωραίος τύπος; 

Είναι πολύ αστείο το παράδειγμα του Μπετόβεν, γιατί είναι γνωστό πως δεν ήταν και πολύ ευχάριστη παρουσία για τους περισσότερους – ήταν γκρινιάρης και ανυπόμονος. Μπορούμε βέβαια να τον συγχωρήσουμε, γιατί μας άφησε αυτό το μαγικό σώμα δουλειάς.

―Νιώθεις ποτέ, όταν συνθέτεις, πως πρέπει να κάνεις στην άκρη την ακαδημαϊκή σου πλευρά και τις κλασικές σπουδές για να δημιουργήσεις τη δική σου μουσική γλώσσα; 

Για μένα είναι περισσότερο σαν να έχω μια εργαλειοθήκη μέσα μου, η οποία δεν διαμορφώνει όλα αυτά που κάνω. Σκέφτομαι την αρμονία, σκέφτομαι τα πράγματα που έμαθα στο πανεπιστήμιο· αλλά δεν τα σκέφτομαι συνειδητά, απλώς τα έχω μέσα μου. Επομένως, είναι σαν να καθοδηγεί ό,τι κάνω με έναν αόρατο τρόπο. Νομίζω πως όταν γράφω ένα κομμάτι, προσπαθώ να έχω τη μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια και ένταση από το μικρότερο αριθμό νοτών. Θέλω το αποτέλεσμα να είναι ένα απόσταγμα από το οποίο λείπει ό,τι δεν είναι απαραίτητο.

―Όταν ακούω τη δουλειά σου, καταλαβαίνω πως η μουσική είναι συνεχώς παρούσα και σε καθοδηγεί, όπως και η φιλοσοφία. Νομίζω πως είσαι μάλλον στωικός, σωστά; 

Πράγματι, λατρεύω τους στωικούς; (γέλια) Ο Μάρκος Αυρήλιος, για παράδειγμα, είναι φοβερός, πολύ εκφραστικός και άμεσος.

―Το Κέντρο Ελέγχου, μια από τις βασικές αρχές των στωικών, είναι μάλλον μια ιδέα που σου αρέσει – αν δεν έχεις τον έλεγχο για κάτι, δεν οφείλεις και να ανησυχείς γι’ αυτό. 

Αυτό το αισθάνομαι πράγματι. Μερικές φορές οι άνθρωποι με ρωτούν για την επιτυχία των δίσκων μου, και νιώθω ότι πραγματικά δεν έχω καμία σχέση με αυτή· η δική μου δουλειά σταματά στις νότες πάνω στις σελίδες: τις επιμελούμαι προσεκτικά, αλλά πέρα απ’ αυτό…

―Πέρα από το ότι σίγουρα έχει διευκολύνει τη ζωή σου, η επιτυχία έχει αλλάξει πράγματα στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεσαι και δουλεύεις; 

Στην πραγματικότητα, όχι. Όσον αφορά τη σύνθεση, προσπαθώ απλώς να βάζω τις νότες στις σωστές θέσεις, και αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα στη δουλειά μου. Πέρα από αυτό, έχω πλέον μέσα που δεν είχα καν φανταστεί ως παιδί, και αυτό είναι καταπληκτικό προνόμιο. Εγώ και η Julia προσπαθούμε να το μοιραστούμε αυτό: έχουμε φτιάξει ένα στούντιο μέσα στο δάσος στα Cotswolds, και έχουμε χώρους για νέους καλλιτέχνες όπου μπορούν να έρχονται να ηχογραφούν ή να γράφουν τα βιβλία τους κ.λπ.

―Στην Ελλάδα θα φέρεις το ίδιο κουιντέτο εγχόρδων που ήταν στην αρχική ηχογράφηση του «Blue Notebooks». Eίσαι πιστός στους συνεργάτες σου κι εκείνοι είναι πιστοί σε σένα – αυτό είναι μεγάλη αρετή. 

Τα αγαπώ αυτά τα παιδιά, δουλέψαμε μαζί για πάρα πολύ καιρό και πράγματι ηχογραφήσαμε μαζί σχεδόν ολόκληρο τον δίσκο. Είναι σαν να είναι η φωνή μου, και ξέρω πως δεν χρειάζεται να συζητήσουμε κάτι· απλά κάθονται και παίζουν, και είναι όλα σωστά. Νομίζω πως είναι μεγάλο προνόμιο να έχεις τόσο όμορφα στενές δημιουργικές σχέσεις.

―Πρέπει να είναι πολύ σημαντικό να έχεις συνεργάτες που σε καταλαβαίνουν μόνο με ένα βλέμμα. Όταν ας πούμε παίζατε ζωντανά το «Sleep», πόσες ώρες έπρεπε να είστε ξύπνιοι, στην περιοδεία του 2017; 

Παίζαμε ολόκληρο τον δίσκο, οπότε μέναμε ξύπνιοι περίπου 8,5 ώρες το βράδυ. Είναι τρομερό το πάθος που υπάρχει στη σχέση μας!

 

―Είναι η τρίτη φορά που έρχεσαι στην Ελλάδα. Η πρώτη ήταν το 2008 στο Gagarin, η δεύτερη στη Θεσσαλονίκη το 2018, στο Reworks Festival, και τώρα έρχεσαι με ένα ακουστικό σετ στην Ακρόπολη. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτήν τη συναυλία; 

Δεν έχω πάει ποτέ στο Ηρώδειο, αλλά το είχα ακουστά. Όταν είδα φωτογραφίες, ενθουσιάστηκα! Είναι απίστευτα όμορφο, ανυπομονώ να παίξω εκεί.

―Παρακολουθείς ακόμα τις τάσεις στην ηλεκτρονική μουσική παγκοσμίως; 

Ακούω πολλά διαφορετικά πράγματα, οτιδήποτε πειραματικό και καινούριο μου τραβάει το ενδιαφέρον. Πάντα ενδιαφέρομαι για το τι έρχεται.

―Τι ετοιμάζεις τώρα; 

Δουλεύω το score μιας ταινίας του Johan Renck, που έκανε τη σειρά «Chernobyl»· είναι καταπληκτικός σκηνοθέτης και περνάμε πολύ ωραία στη συνεργασία μας.

―Στο Ηρώδειο θα παίξεις κομμάτια από δύο πρότζεκτ, σωστά; 

Ναι, από το «Infra» και τα «The Blue Notebooks».

―Γιατί επέλεξες αυτά τα δύο; 

Και τα δύο μιλούν για τον κόσμο που ζούμε, και νομίζω πως με όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα, κομμάτια που μας ζητούν να κοιτάξουμε γύρω μας και να αναρωτηθούμε για τη ζωή είναι τα πλέον κατάλληλα.

―Ευχαριστώ πάρα πολύ για την κουβέντα, ήταν χαρά μου και τιμή μου.

Ευχαριστώ πολύ και εγώ, τα λέμε στην Αθήνα!

Max Richter, Φεστιβάλ Αθηνών, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 29/6, 21:00

Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στην έντυπη LiFO.

x
TitleArtist

Στείλε μήνυμα στο studio